κατακωχή
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
κατακώχιμος, incorrect forms for κατοκωχή, -Χιμος.
German (Pape)
[Seite 1358] ἡ, das Zurückhalten, Aufhalten, Suid. erkl. κατάσχεσις. – Bei Plat. v. l. für κατοκωχή, w. m. s.