κατακωχή

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακωχή Medium diacritics: κατακωχή Low diacritics: κατακωχή Capitals: ΚΑΤΑΚΩΧΗ
Transliteration A: katakōchḗ Transliteration B: katakōchē Transliteration C: katakochi Beta Code: katakwxh/

English (LSJ)

κατακώχιμος, incorrect forms for κατοκωχή, -Χιμος.

German (Pape)

[Seite 1358] ἡ, das Zurückhalten, Aufhalten, Suid. erkl. κατάσχεσις. – Bei Plat. v.l. für κατοκωχή, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action de posséder, possession;
2 action d'être possédé ; inspiration (possession) divine.
Étymologie: κατέχω.

Greek (Liddell-Scott)

κατακωχή: κατακώχιμος, ἀδόκιμος τύπος ἀντὶ τῶν κατοκωχή, -χιμος.

Greek Monotonic

κατακωχή: κατακώχιμος, αδόκιμοι τύποι αντί των κατοκωχή, κατοκώχιμος.