Greek (Liddell-Scott)
διασκηνάω: ἢ -έω, πηγνύω σκηνὰς εἰς διάφορα μέρη καὶ κατασκηνῶ, δ. εἰς ἢ κατὰ τόπον Ξεν. Ἀν. 4. 4, 8, καὶ 5, 29· πρβλ. ἑξ. ΙΙ. ἀπέρχομαι ἐκ τῆς σκηνῆς, καταλείπω τὴν σκηνήν, ἀντίθ. συσκηνῶ, ὁ αὐτ. Κύρ. 3. 1, 38, πρβλ. Ἑλλ. 4. 8, 18.