Ποντικός
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
ή, όν,
A from Pontus, Pontic, Π. (sc. δένδρεον), τό, perh. Prunus Padus, Hdt.4.23; τάριχος Π. Cratin.40, cf. Gal.6.563; Π. μῦς a kind of weasel, Arist.HA600b13, 632b9; Π. ῥίζα, = γλυκύρριζα, Dsc.3.5; Π. κάρυον hazel-nut, Gal.6.355, cf. PCair.Zen.702.22 (iii B.C.); ῥέον Π. rhubarb, Julianus Alex. ap. Alex.Trall.12. II Ποντικός (sc. μήν), ὁ, name of month at Gortyn, GDI5031 (Riv.Fil. 58.475).
Greek (Liddell-Scott)
Ποντικός: -ή, -όν, ὁ ἐκ τοῦ Πόντου, Π. δένδρεον (ἴδε ἐν λ. πυρήν), Ἡρόδ. 4. 23· τάριχος Π. Κρατῖνος ἐν Διονυσαλεξάνδρῳ» 7· Π. μῦς, εἶδος «νυφίτσας», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 17, 4., 9. 50, 12, Πλίν. 8. 55. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 344.