Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Full diacritics: καταρρᾰκόω | Medium diacritics: καταρρακόω | Low diacritics: καταρρακόω | Capitals: ΚΑΤΑΡΡΑΚΟΩ |
Transliteration A: katarrakóō | Transliteration B: katarrakoō | Transliteration C: katarrakoo | Beta Code: katarrako/w |
A tear into shreds: pf. part. Pass. κατερρακωμένος in rags, S.Tr.1103.
καταρρᾰκόω: κατακόπτω, σχίζω, εἰς ῥάκη, κατακουρελιάζω, μετοχ. παθ. Πρκμ. κατερρακωμένος, ὡς ῥάκη τὰς σάρκας ξεσχισμένας καὶ κρεμαμένας ἔχων, ἄναρθρος κ. Σοφ. Τρ. 1103.