συνερκτικός

From LSJ
Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνερκτικός Medium diacritics: συνερκτικός Low diacritics: συνερκτικός Capitals: ΣΥΝΕΡΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synerktikós Transliteration B: synerktikos Transliteration C: synerktikos Beta Code: sunerktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (συνέργω) of a speaker,

   A driving his opponent into a corner, cogent, Ar.Eq.1378 codd.: Sch., συνείρων τοὺς λόγους, points to συνερτικός (συνείρω 11).

Greek (Liddell-Scott)

συνερκτικός: -ή, -όν, (συνέργω) ἐπὶ ῥήτορος συγκλείοντος τὸν ἀντίπαλον εἰς ἀδιέξοδον ἐπιχείρημα, Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1378· πρβλ. συνακτικός, συνεκτικός· ― ἀλλὰ αἱ τοῦ Σχολ. λέξεις συνείρων τοὺς λόγους ὑποδεικνύουσιν ἑτέραν γραφὴν συνερτικὸς (συνείρω ΙΙ).