σεβάσμιος

Revision as of 11:41, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

German (Pape)

[Seite 867] auch zweier Endgn, verehrungswürdig, ehrwürdig, ὀνόματα Luc. amor. 19, u. a. Sp.; dah. auch heilig, göttlich, Plut. amator. 19; bei Hdn. wie σεβαστός für augustus; auch τὸ σεβάσμιον, = σέβασις, id. 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

σεβάσμιος: -ον, παρ’ Ἡρῳδιαν. καὶ Βυζ. ὡσαύτως ος, α, ον· (σέβας)· - σεβαστός, ἄξιος σεβασμοῦ, ἐπιβάλλων σεβασμόν, Πλούτ. 2. 764Β, Λουκ. Ἔρωτ. 19, κτλ.· τὸ σεβάσμιον Ὀρφ. Ὕμν. 27. 10· - τὸ πρὸς θεοὺς σεβ., σέβας πρὸς ..., Ἡρῳδιαν. 2. 10· - Ἐπίρρ., -ίως, Κλήμ. Ἀλ. 439, κτλ. ΙΙ. ὡς ἐπίκλησις ἢ ἐπώνυμον, οἷον Σεβαστός, τὸ Ρωμαϊκὸν Augustus, ὁ αὐτοκράτωρ τῶν Ρωμαίων, Ἡρῳδιαν. 2. 3, πρβλ. 2. 8, κτλ. 2) Σεβάσμια, τά, ἀγῶνες εἰς τιμὴν τοῦ αὐτοκράτορος, Eckh. d. Num. 4. 436· πρβλ. Σεβαστεῖον ΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σεβάσμιον· τιμητικόν· προσκυνητόν».