ἀδελφοκτόνος
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ον,
A murdering a brother or sister, Hdt.3.65 (in Ion. form ἀδελφεοκτ-), Nic.Dam.p.142 D., Plu 2.256f, Ph.1.148.
German (Pape)
[Seite 32] ὁ, Bruder-, Schwestermörder, Piut. de virt. mul. (Aretaphil. p. 294).
Greek (Liddell-Scott)
ἀδελφοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων ἀδελφὸν ἢ ἀδελφήν. Ἡρόδ. 3. 65. (κατ’ Ἰωνικὸν τύπον ἀδελφεοκτ.), Πλούτ. 2. 256. F: ― ἐντεῦθεν ἀδελφοκτονέω· εἶμαι φονεὺς ἀδελφοῦ ἢ ἀδελφῆς, Ἰωσήπ. Ἰ. Π. 2. 11, 4· καὶ ἀδελφοκτονία, ἡ, φόνος μεταξὺ ἀδελφῶν, ὁ αὐτ. 1. 31. 2.