κλυτόκαρπος
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
English (LSJ)
ον,
A glorious with fruit, κ. στέφανοι Pi.N.4.76.
German (Pape)
[Seite 1457] durch schöne Früchte berühmt, στέφανος Pind. N. 4, 76, des Ruhmes Fruchtkränze.
Greek (Liddell-Scott)
κλῠτόκαρπος: -ον, ἔνδοξος, πεφημισμένος διὰ τὸν καρπόν του, κλ. στέφανος Πινδ. Ν. 4. 124.