δηγμός
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
ὁ,
A bite, sting, μυίας Chrysipp.Stoic.3.51. 2 gnawing pain, Hp.Coac.626, Thphr.HP4.4.5; of mental suffering, Stoic.3.107, Phld.Mort.25,35, Lib.p.48O., Ph.1.212 (pl.); of a speech, δ. προσάγειν Plu.2.69a, cf. Alc.4: in pl., painful operations, Id.Per.15.
German (Pape)
[Seite 558] ὁ, das Beißen, bes. Leibschmerzen, Hippocr., Theophr.; übertr., δηγμὸν ἔχειν, φέρειν τινί, jemand verletzen, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δηγμός: ὁ, ἡ πρᾶξις τοῦ δάκνειν, πόνος ὀξύς, δηκτικός, «κόψιμον», Ἱππ. 221Ε, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 4. 4, 5. 2) μεταφ., ἐπὶ λόγου δηκτικοῦ, δ. ἔχειν Πλούτ. 2. 68Ε ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. δηκτικὰ μέσα ἢ καυστικά, ὁ αὐτ. Περικλ. 15.