συναιχμάλωτος
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
English (LSJ)
ὁ,
A fellow-prisoner, Ep.Rom.16.7, Luc.Asin.27:—fem. συναιχμᾰλώτ-ωτις, ιδος, Conon 13 (pl.).
German (Pape)
[Seite 997] mit kriegsgefangen, N. T., Luc. asin. 27.
Greek (Liddell-Scott)
συναιχμάλωτος: -ον, ὁ καὶ αὐτὸς αἰχμάλωτος, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ις΄, 7, Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄνος 27.