τοιουτότροπος

From LSJ
Revision as of 10:47, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοιουτότροπος Medium diacritics: τοιουτότροπος Low diacritics: τοιουτότροπος Capitals: ΤΟΙΟΥΤΟΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: toioutótropos Transliteration B: toioutotropos Transliteration C: toioutotropos Beta Code: toiouto/tropos

English (LSJ)

ον,

   A of such fashion or kind, such-like, Hdt. 7.226, Hp.Prog.24, Art.42, Th.2.8,13, Pl.Lg.735e, Epicur.Ep.1p.29U., etc. Adv. τοιουτό-πως Hp.Art.44, Tz.ad Lyc.492, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1125] von solcher Art u. Weise, dergleichen, solcherlei; ὅσα τῶν φαρμάκων τοιουτότροπα, Plat. Legg. V, 735 e; Phaedr. 240 b u. A.; adv. τοιουτοτρόπως, Her. 7, 226; Thuc. 2, 13. 4, 25; Arist. plant. 1, 4; Epicur. bei D. L. 10, 79; S. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

τοιουτότροπος: -ον, ὁ τοιοῦτος τὸν τρόπον ἢ τὸ εἶδος τοιοῦτος, ταῦτα καὶ ἄλλα τοιουτότροπα ἔπεα Ἡρόδ· 7. 226, Ἱππ. Προγν. 46, π. Ἄρθρ. 808· εἴτε τι ἄλλο τοιουτότροπον ξυνέβη γενέσθαι Θουκ. 2. 8· εἴ τοι τοιουτότροπον ἐγένετο αὐτόθι 13, Πλάτ., κλπ. ἴδε Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 79. Ἐπίρρ. -πως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 4, 13, κ. ἀλλ.