καταείδω
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
A v. κατᾴδω. καταειδώς, v. κάτοιδα.
German (Pape)
[Seite 1348] ion. = κατᾴδω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
καταείδω: Ἰων. ἀντὶ κατᾴδω.