Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔξαλος

From LSJ
Revision as of 11:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξᾰλος Medium diacritics: ἔξαλος Low diacritics: έξαλος Capitals: ΕΞΑΛΟΣ
Transliteration A: éxalos Transliteration B: exalos Transliteration C: eksalos Beta Code: e)/calos

English (LSJ)

ον, (ἅλς B)

   A out of the sea, ἔ. ἰχθύς leaping out of the sea, Emp. 117; ἔ. τὸ σκάφος ἀνασπᾶν Luc.Am.8; ἔ. ἀΐσσειν Opp.H.2.593; πληγὴ ἔ. a blow on a ship's hull above water, Plb.16.3.8; τὰ ἔ. τῆς νεώς Luc.JTr.47; rising high out of the water, of islands, Str.17.1.52.

German (Pape)

[Seite 866] aus dem Meere; τὸ σκάφος ἔξαλον ἐς γῆν ἀνασπάσαντες Luc. amor. 8; ἔξαλοι ἀΐσσουσιν Opp. Hal. 2, 593; Ggstz ἔναλος κώπη, Sezt. Emp. adv. math. 7, 414; aus dem Meere hervorragend, Pol. 34, 3; Ggstz ὕφαλος, Luc. Iup. trag. 47; – fern vom Meere gelegen, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξᾰλος: -ον, (ἅλς), ἔξω τῆς θαλάσσης, ἀντίθετον τῷ ὕφαλος, οἱ μὲν οὖν ἐρέται τὸ σκάφος ἔξαλον εἰς γῆν ἀνασπάσαντες Λουκ. Ἔρωτ. 8· ἔξαλοι ἀΐσσουσι Ὀππ. Ἁλ. 2. 593· ἔξαλλον ἔλαβε τὴν πληγήν, ἔλαβε τὸ κτύπημα εἰς τὸ ἔξω τοῦ ὕδατος μέρος τοῦ πλοίου, Πολύβ. 16. 3, 8· τὰ ἔξαλα τῆς νεὼς Λουκ. ἐν Διὶ Τραγῳδ. 49. 2) ὁ μακρὰν τῆς θαλάσσης κείμενος, ἐπὶ τόπων, ἐποχετεύεται δὲ τοῖς κοχλίαις τὰ λίαν ἔξαλα Στράβων 819.