παρεδρεύω

From LSJ
Revision as of 10:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεδρεύω Medium diacritics: παρεδρεύω Low diacritics: παρεδρεύω Capitals: ΠΑΡΕΔΡΕΥΩ
Transliteration A: paredreúō Transliteration B: paredreuō Transliteration C: paredreyo Beta Code: paredreu/w

English (LSJ)

   A wait, attend upon, Ἅιδου νύμφῃ παρεδρεύοις E.Alc.746 (anap.) ; οἱ παρεδρεύοντες, of those who attend on the sick, Phld.Ir.p.29 W.; of sluice-keepers, Sammelb.7174.16 (i A. D.) ; of a familiar spirit, PMag.Par.1.1979 (hex.).    2 frequent, attend, θυμέλαις IG5(1).734 (Sparta) ; γυμνασίοις ib.14.1728.6 ; π. ταῖς ἐκκλησίαις ἐν ὅπλοις ib.22.1028.35 ; ἐν τῷ ἱερῷ SIG695.27 (Magn. Mae., ii B. c.) ; παρήδρευσαν ἕως . . Plb.29.27.10.    3 of judges, act as assessor (πάρεδρος), παρεδρεύοντος ἄρχοντι D.21.178 ; δοκιμάζονται [οἱ πάρεδροι] πρὶν παρεδρεύειν Arist.Ath.56.1, cf. CIG2855.6 (Didyma, ii B.C.) ; of Aeacus, as assessor with Pluto and Persephone, Isoc.9.15.    4 in Tactics, occupy rear rank, Ascl. Tact.3.6 ; τὸ παρεδρεῦον ζυγόν ib.7.7.    5 Gramm., ἡ παρεδρεύουσα [συλλαβή] penultimate, A.D.Adv.135.16, al. ; ὁ παρεδρεύων χρόνος the quantity of the penultimate, ib.167.10 ; τῷ ᾱ, τῷ ῡ παρεδρεύεσθαι, to have α or υ in the penultimate, ib.177.14, Ath. 9.392b.

German (Pape)

[Seite 510] daneben oder dabei sitzen, immer bei Einem sein; Ἅιδου νύμφῃ παρεδρεύοις, Eur. Alc. 746; παρήδρευσαν, Pol. 29, 10, 11; τοῖς κάμνουσι, D. Sic. 14, 71; Beisitzer sein, Dem. 59, 84 (vgl. πάρεδρος), u. Sp.; – Apoll. de synt. 272, 4 u. öfter, von der vorletzten Sylbe; vgl. Ath. IX, 392 a, τὰ εἰς ξ ἀρσενικὰ ἁπλᾶ δισύλλαβα ὅταν τῷ υ παρεδρεύηται, wie κήρυξ.

Greek (Liddell-Scott)

παρεδρεύω: (πάρεδρος) σταθερῶς ἑδρεύω πλησίον, διαρκῶς παρακάθημα, εἶμαι ἀείποτε πλησίον, Λατ. assidere, Ἅιδου νύμφᾳ παρεδρεύεις Εὐριπ. Ἄλκ. 746· γυμνασίοις Ἑλλ. Ἐπιγραμμ. 689. 6, πρβλ. σ. xiii· οὕτω Πολύβ. 29. 10, 11, κλ. 2) ἐπὶ δικαστῶν, παρακάθημαι εἶμαι πάρεδρος, παρεδρεύοντος ἄρχοντι Δημ. 572. 10, πρβλ. Ἰσοκρ. 192Α· δοκιμάζονται οἱ πάρεδροι πρὶν παρεδρεύειν Ἀριστ. Ἀποσπ. 389· πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2855. 6, κ. ἀλλ. 3) παρὰ τοῖς Γραμμ., ἡ παρεδρεύουσα [[[συλλαβή]]], ἡ παραλήγουσα, Ἀπολλών. περὶ Συντάξ.· ὅταν τὸ υ παρεδρεύηται, ὅταν τὸ υ ᾖ ἐν τῇ παραληγούσῃ, Ἀθήν. 392Α.