βᾶ
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
English (LSJ)
shortd. form of βασιλεῦ,
A king! A.Supp.892 (lyr.). II an exclam. baa! (with ref. to the baaing of a lamb), Hermipp.19.
German (Pape)
[Seite 422] Interjection, bah! Hermipp. bei Eust. zu Il. 11, 438; cf. B. A. 438. (voc. von βᾶς, vgl. πᾶ), alte kurze Form für βασιλεῦ, o König! Aesch. Suppl. 869. 878.
Greek (Liddell-Scott)
βᾶ: συντετμημένον ἀντὶ βασιλεῦ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 892, Βαλκ. Ἡρόδ. 4. 59. Ἀδων. σ. 383· οὕτω μᾶ, δῶ ἀντὶ μάτηρ, δῶμα, πρβλ. Λοβ. Παραλ. σ. 78. Ὀνομαστική τις Βᾶς ἀπαντᾷ παρὰ Μέμν. ἐν Φωτ. Βιβλ. 228, πρβλ. Α. Β. 1181. ΙΙ. ἐπιφώνημα, μπᾶ! Ἕρμιππ. Δημ. 9.