σχοινοστρόφος
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
English (LSJ)
ον,
A = σχοινιοστρόφος 1.1, Plu.2.473c.
German (Pape)
[Seite 1057] = σχοινιοστρόφος, Plut. de tranquill. anim. 14.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινοστρόφος: -ον, = σχοινιοστρόφος, διάφ. γρ. ἐν Πλουτ. 2. 473C.