ἱερόσυλος
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English (LSJ)
ὁ, (proparox.)
A temple-robber, or generally, sacrilegious person, Ar.Pl.30, Lys.30.21, Pl.R.344b, Men.Epit. 560, etc.: fem., ib.504: ἱερόσυλε γραῦ ib.524: neut. as Adj., ἱ. θηρία Id.Pk.176. II of things, got by sacrilege, παροψίδες Eub.7.4.
German (Pape)
[Seite 1243] ὁ, Tempelräuber; Ar. Plut. 30; Lys. 30, 21; Dem. 24, 119 ff.; Xen. u. A. Bei Plat. Rep. I, 344 b neben ἀνδραποδισταί u. τοιχώρυχοι.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερόσῡλος: ὁ, (συλάω) ὁ συλῶν ναόν, Λατ. sacrilegus, Ἀριστοφ. Πλ. 30, Λυσίας 185. 13, Πλάτ. Πολ. 344Β, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὸ λαμβανόμενον δι’ ἱεροσυλίας, ἱεροσύλοις καὶ πικραῖς παροψίσι Εὔβουλ. ἐν «Ἀμαλθείᾳ» 1. 4.