ἐρόεις

Revision as of 10:50, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

English (LSJ)

εσσα, εν, (ἔρος) poet.,

   A lovely, charming, Ἁλίη Hes.Th.245, cf. h.Ven.263,h.Merc.31 ; βῶμος Sapph.54, cf. Ar.Av.246(lyr.); Νημερτής Emp.122.4 ; Ἑλένης τύπος APl.4.149 (Arab.).

German (Pape)

[Seite 1033] εσσα, εν, lieblich, liebenswürdig, Θαλίη Hes. Th. 254; σπείων ἐροέντων H. h. Ven. 264; φυὴν ἐρόεσσαν, von der Lyra, h. Merc. 31; λειμών Ar. Av. 246; Eur. fr. inc. 102; sp. D., ἐρόεις Ἑλένης τύπος Arab. 5 (Plan. 149); = ἐρωτικός, Mus. 145.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρόεις: εσσα, εν, (ἔρος), ποιητ., πλήρης ἔρωτος, θελκτικός, χαρίεις, Σπειώ τε Θόη θ’ Ἁλίη τ’ ἐρόεσσα (κοιν. Σπειώ τε θοή, Θαλίη τ’ ἐρόεσσα), ἐρατεινή, Ἡσ. Θ. 245, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφροδ. 264, εἰς Ἑρμ. 31· ὡσαύτως ἐν Λυρ. χωρίοις, Σαπφ. Ἀποσπ. 64, Εὐρ. Ἀποσπ. 903, Ἀριστοφ. Ὄρν. 248.