διασεύομαι
From LSJ
English (LSJ)
A dart through, used by Hom. only in 3sg. Ep. aor. Pass. διέσσῠτο, c. gen., τάφροιο δ. Il.10.194; αἰχμὴ δὲ στέρνοιο δ. 15.542; ἐκ μεγάροιο δ. Od.4.37: less freq. c. acc., δ. λαὸν Ἀχαιῶν Il. 2.450: abs., αἰχμὴ δὲ δ. [μηροῦ or μηρόν] 5.661: later in part. διεσσύμενος Q.S.3.641: pf. διέσσυται Opp.H.2.259.
Greek (Liddell-Scott)
διασεύομαι: παθ., ὁρμῶ, πηδῶ, τινάσσομαι διὰ μέσου, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. Ἐπ. παθ. ἀορ. διέσσῠτο, μετὰ γεν., τάφροιο δ. Ἰλ. Κ. 194· αἰχμὴ δὲ στέρνοιο δ. Ο. 542· ὡσαύτως, ἐκ μεγάροιο δ. Ὀδ. Δ. 37· σπανιώτερον μετ’ αἰτιατ., δ. λαὸν Ἀχαιῶν Ἰλ. Β. 450· ἀπολ., αἰχμὴ δὲ δ. [μηροῦ ἢ μηρὸν] Ε. 661·― μεταγεν. κατὰ μετοχ., διεσσύμενος Κόϊντ. Σμ. 3. 641.