συμφοιτάω

From LSJ
Revision as of 09:57, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφοιτάω Medium diacritics: συμφοιτάω Low diacritics: συμφοιτάω Capitals: ΣΥΜΦΟΙΤΑΩ
Transliteration A: symphoitáō Transliteration B: symphoitaō Transliteration C: symfoitao Beta Code: sumfoita/w

English (LSJ)

Ion. συμφοιτ-έω,

   A go regularly to a place together, Hdt.2.60, 4.180; esp., go to school together, Ar.Eq.988 (lyr.), Pl.Euthd.272d, D.39.24, Gal.6.756; τινι with one, Luc.Ind.3; παρά τινα Pl.Euthd. 304b, etc.; εἰς ταὐτὸ διδασκαλεῖόν τινι X.Smp.4.23; εἰς Ἀσκληπιοῦ Aristid. Or.23(42).16. (Cf. φοιτάω 1.5, φοιτητής.)

German (Pape)

[Seite 992] mit, zugleich, zusammen häufig oder gewöhnlich wohin gehen; Ar. Equ. 983; παρά τινα, Plat. Euthyd. 304 b; Dem. 39, 24 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμφοιτάω: Ἰων. -έω, φοιτῶ, συχνάζω ὁμοῦ εἴς τινα τόπον, Ἡρόδ. 2. 60., 4. 180· κυρίως φοιτῶ εἰς σχολεῖον ὁμοῦ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 988, Πλάτ. Εὐθύδ. 272D, Δημ., κλπ.· τινί, μετά τινος, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 3· παρά τινα Πλάτ. Εὐθύδ. 304Β, κτλ.· εἰς ταὐτὰ διδασκαλεῖα ἐκείνῳ Ξεν. Συμπ. 4. 23· εἴς τινος Ἀριστείδ. 1. 520. Πρβλ. φοιτάω 1. 5, φοιτητής.