Πελασγικός
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ή, όν, Pelasgian,
A Ζεῦ ἄνα Δωδωναῖε, Πελασγικέ Il.16.233; τὸ Π. Ἄργος 2.681, cf. Hdt.1.56, Str.5.2.4, 9.5.15 ; = Argive, E. Ph. 107 :—also Πελάσγιος, A.Supp.634 (lyr.), E. IA1498 (lyr.) : fem. Πελασγίς, ίδος, Hdt.7.42, A.R.4.243 ; Πελασγιάς, άδος, Call. Lav. Pall.4 :—Πελασγίη, ἡ, = Ἑλλάς, Hdt.2.56 ; cf. πελαργικός 11.