κυδωνιάω
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
A swell like a quince, μαζὸς κυδωνιᾷ APl.4.182 (Leon.); κυδωνιῶντες οἱ μαστοὶ τὴν ἀμπεχόνην ἐξωθοῦσι Aristaenet.1.1, cf. 3.
German (Pape)
[Seite 1525] wie eine Quitte, ein kydonischer Apfel sein, schwellen, strotzen, von den Brüsten, Leon. Tar. 41 (Plan. 182), κυδωνιῶντες οἱ μαστοί Aristaenet. 1, 1.
Greek (Liddell-Scott)
κῠδωνιάω: ἐξογκοῦμαι ὡς κυδώνιον, Λατ. sororiare, μαζὸς κυδωνιᾷ Ἀνθ. Πλ. 182· κυδωνιῶντες οἱ μαζοὶ τὴν ἀμπεχόνην ἐξωθοῦσι Ἀρισταίν. 1. 1· πρβλ. τὸ ἑπόμ. καὶ τὴν λέξιν μῆλον Β.