ἀκαλός
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
ή, όν, (ἀκᾶ, ἀκήν)
A peaceful, still, ἀκαλὰ προρέων, of a river, Hes.Fr.218; ἄκαλα κλόνει Sapph.Supp.19, cf. Hsch . . Eust.1009.30, EM44.29. Adv. -λῶς Eust. 1871.54. ἀκάλως, Adv., (καλός) unwell, ἐὰν οὐκ ἀ. ἔχῃς, χαίρω POxy.1676.22 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 67] (vgl. ἀκέων), sanft, ruhig, = ἤκαλος, Eustath.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαλός: -ή, -όν, ὅμοιον τῷ ἤκαλος, εἰρηνικός, ἄψοφος, ἤρεμος, ἥσυχος, Ἡσύχ., Εὐστ. 1009. 30, Ἐτυμ. Μ. 44, 29. - Ἐπίρρ. -λῶς, Εὐστ., Ἐτυμ. Μ.