ἀλεκτοριδεύς
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
έως, ὁ,
A chicken, Ael.NA7.47.
German (Pape)
[Seite 92] ὁ, junger Hahn, Ael. H. A. 7, 47, wo von Valken. -ιδέας für -ίδας geändert ist.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεκτοριδεύς: έως, ὁ, = ὀρνιθόπουλον, Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 47.