ἀναταράσσω
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
Att. ἀναταράττω,
A stir up the mud, Arist.HA620b16:— Pass., οὖρα ἀνατεταραγμένα thick urine, Hp.Aph.4.70, cf. Epid.1.26.δ. II rouse to frenzy, S.Tr.218; confound, Pl.Phd.88c:— Pass., ἀνατεταραγμένος πορεύεσθαι march in disorder, X.An.1.7.20.
German (Pape)
[Seite 210] (s. ταράσσω), aufrühren, aufregen, Soph. Tr. 217, Schol. παρορμᾷ; in Verwirrung bringen, Plat. Phaed. 88 c; στράτευμα ἀνατεταραγμένον ἐπορεύετο, marschirte in Unordnung, Xen. An. 1, 7, 19; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναταράσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, ταράττω, «ἀνακατώνω», θολώνω, ὅταν ἐν τοῖς ἀμμώδεσιν ἢ θολώδεσιν ἀναταράξας κρύψῃ ἑαυτόν, ἐπὶ τοῦ θαλασσίου βατράχου, τοῦ ἐπικαλουμένου ἁλιέως, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 37, 2: ― Παθ., οὖρα ἀνατεταραγμένα, θολά, Ἱππ. Ἀφ. 1252, πρβλ. Ἐπιδ. 1. 976. ΙΙ. ἀνακινῶ, ἐξερεθίζω, προξενῶ ἔξαψιν, διεγείρω εἰς μανίαν, Σοφ. Τρ. 218: ― συγχέω, Πλάτ. Φαίδων 88C: ― ἀνατεταραγμένον ἐπορεύετο [τὸ στράτευμα] = ἐν ἀταξίᾳ, Ξεν. Ἀν. 1. 7, 20.