ἀντεκκλέπτω
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
English (LSJ)
A steal away in return, Ar.Ach.527.
German (Pape)
[Seite 245] dagegen herausstehlen, Ar. Ach. 501.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεκκλέπτω: κλέπτω καὶ ἐγὼ πρὸς ἐκδίκησιν, πόρνην δὲ Σιμαίθαν ἰόντες Μέγαράδε νεανίαι κλέπτουσι... κᾆθ’ οἱ Μεγαρῆς... ἀντεξέκλεψαν Ἀσπασίας πόρνα δύο Ἀριστοφ. Ἀχ. 527.