ἀντιδράω
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
fut. -δράσω [ᾱ],
A act against, retaliate, παθὼν μὲν ἀντέδρων S.OC271, cf. 953, E.Andr.438, Antipho4.2.2, etc.; πρὸς τὰς πράξεις ἀ. S.OC 959:—Pass., Iamb.Myst.3.29. II c. acc. pers., repay, requite, ἀ. τινὰ κακῶς S.OC1191, cf. Pl.Cri.49d; γενναῖα γὰρ παθόντες ὑμᾶς ἀντιδρᾶν ὀφείλομεν E.Supp.1179.
German (Pape)
[Seite 251] dagegen thun, vergelten, Soph. O. C. 272; πρὸς τὰς πράξεις 963; κακῶς τινα, Einem zur Vergeltung Böses thun, 1193; γενναῖα ἀντιδρᾶν τινα Eur. Suppl. 1178; Antiph. II α 8; Plat. Crit. 49 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδράω: μέλλ. -δράσω (ᾱ), ἀντενεργῶ, ἀνταποδίσω τὰ ἴσα, παθὼν μὲν ἀντέδρων Σοφ. Ο. Κ. 247· πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 438, Ἀντιφῶντα 126. 12· ἀνθ’ ὧν πεπονθὼς ἠξίουν τάδ’ ἀντιδρᾶν Σοφ. Ο. Κ. 953· πρὸς τὰς πράξεις ἀντ. αὐτόθι 959. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ. ἀντιπληρώνω, ἀνταποδίδω πρᾶξιν, ἀντ. τινὰ κακῶς αὐτόθι 1191, πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνα 49D· γενναῖα γὰρ παθόντες ὑμᾶς ἀντιδρᾶν ὀφείλομεν Εὐρ. Ἱκ. 1179.