ὤεον
From LSJ
τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice
English (LSJ)
τό,
A v. ᾠόν.
German (Pape)
[Seite 1408] τό, poet. statt ὤϊον, das Ei; Ibyc. 15; Arat. u. Nic. Th. 192; vgl. Ath. II, 57 f.
Greek (Liddell-Scott)
ὤεον: τό, ποιητικ. ἀντὶ ᾠόν, «αὐγόν», Ἴβυκ. 14, Σιμωνίδης Ἰαμβογράφ. 16, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 5. 10, Νικ. Θηρ. 192, Ἄρατ., κλπ.: καὶ ὤιον, Αἰολ. γεν ὠίω, Σαπφὼ 112. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Θεογνώστου Κανόνας 121.