χρησμαγόρης
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
ου, ὁ,
A utterer of oracles, of Apollo, AP9.525.23.
German (Pape)
[Seite 1375] ὁ, = χρησμηγόρας, so heißt Apollo, Hymn. (IX, 525).
Greek (Liddell-Scott)
χρησμαγόρης: -ον, ὁ, (ἀγορεύω) ὁ δίδων ἢ ἀπαγγέλλων χρησμούς, μάντις, προφήτης, Ἀνθ. Π. 9. 525.