διαιρετικός
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
ή, όν,
A logically distinguishable, Pl.Sph.226c. 2 able to divide, separative, Arist.Pr.884b35; δ. δύναμις Plu.2.1026d, cf. 952b. 3 given to resolving diphthongs, -κώτατοι οἱ Ἴωνες A.D.Pron.95.4. 4 suited for breaking up, λίθων Gal.19.694. II in Logic, by means of division, ὅροι Arist.APo.91b39; διαιρετική, ἡ, as a branch of Dialectic, Ammon.in APr.7.31, cf. Iamb.Comm.Math.20; δ. μέθοδος Gal.10.115; δ. συλλογισμός disjunctive syllogism, with contradictory alternatives, Stoic.2.87. Adv. -κῶς Plu.2.802f. III Rhet., concerned with distribution under heads, τέχνη Hermog.Inv.3.4, cf. Stat.6, Lib. Decl.49Intr.2.
German (Pape)
[Seite 579] ή, όν, zum Trennen, Unterscheiden gehörig, geschickt, Plat. Soph. 223 c; πῦρ δ. καὶ διαστατικόν Plut. pr. frig. 16; Sp.; διαιρετικῶς λέγειν, Plut. reip. ger. pr. 6.
Greek (Liddell-Scott)
διαιρετικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς διαίρεσιν, ὃν δύναταί τις νὰ διαιρέσῃ, Πλάτ. Σοφ. 226C. 2) ἱκανὸς νὰ διαιρέσῃ, Ἀριστ. Προβλ. 5. 37, Πλούτ. 2. 952Β. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ, διὰ διαιρέσεως γινόμενος, Ἀριστ. Ἀναλ. Ὑστ. 2. 5, 4. - Ἐπίρρ. -κῶς Πλούτ. 2. 802F. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ρητορ., πρὸς διαίρεσιν κατάλληλος, μεριστικός, Ἑρμογ.