ἀποταφρεύω
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
A fence off with a ditch, X.An.6.5.1, HG5.4.38; for defence or offence, D.H.2.37, 3.41.
German (Pape)
[Seite 329] durch einen Graben befestigen, Xen. An. 6, 5, 1 Hell. 5, 4, 38 u. Sp., wie Dion. Hal. 9, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποταφρεύω: περιβάλλω διὰ τάφρου, ὀχυρώνω, κατὰ τὸ πλεῖστον συναπτόμενον μετὰ τοῦ ἀποσταυρόω, Ξεν. Ἀν. 6. 5, 1, Ἑλλ. 5. 4, 38, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 58.