Πρωτεσίλαος
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, Dor. -λας, α, Pi.I.1.58; Ion. and Att. Πρωτεσι-λέως, εω:—
A First of the people, name of the hero who first leaped ashore at Troy, Il.2.698 (so understood by Hom., ib.702, but the name may be a corruption of Πορθεσίλαος, cf. Cret. Πορθεσίλας and Πορτεσίλας) :—Πρωτεσιλάειον, τό, his monument, Str.13.1.31: Πρωτεσιλάεια, τά, his festival, Sch.Pi.I.1.11.
Greek (Liddell-Scott)
Πρωτεσίλᾱος: ὁ, Δωρ. -λας, α, Πινδ. Ι. 1. 83· Ἰων. καὶ Ἀττ. -λεως, εω· - ὁ πρῶτος τοῦ λαοῦ, ὄνομα τοῦ ἥρωος· ὅστις πρῶτος πάντων τῶν Ἑλλήνων ἐπήδησεν εἰς τὴν Τρωϊκὴν γῆν, ἀλλὰ καὶ πρῶτος ἐφονεύθη, τὸν δ’ ἔκτανε Δάρδανος ἀνὴρ νηὸς ἀποθρώσκοντα πολὺ πρώτιστον Ἀχαιῶν Ἰλ. Β. 702· - Πρωτεσιλάειον, τό, τὸ μνημεῖον αὐτοῦ, Στράβ. 595· -Πρωτεσιλάεια, τά, ἡ εἰς τιμὴν αὐτοῦ ἑορτή, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ι. 1. 11.