ῥωγαλέος
From LSJ
Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν → Ne ducas iuniorem, si fueris senex → Wenn du gealtert, nimm dir keine junge Frau
English (LSJ)
η, ον, (ῥώξ A)
A broken, cleft, χιτὼν χαλκῷ ῥ. Il.2.417; ῥ. πήρη torn, ragged, Od.17.198; ῥάκος . . ἠδὲ χιτῶνα, ῥωγαλέα 13.435.
German (Pape)
[Seite 854] zerrissen, zersetzt, Od. 13, 435, öfter; χαλκῷ, Il. 2, 417, zerhauen.
Greek (Liddell-Scott)
ῥωγᾰλέος: -α, -ον, (ῥώξ) διερρωγώς, διερρηγμένος, διεσχισμένος, κατατετρημένος, ῥακώδης, χιτῶνα χαλκῷ ῥωγαλέον, «σιδήρῳ διεσχισμένον» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 417· πήρην πυκνά ῥωγαλέην, διεσχισμένην, ῥακώδη, Ὀδ. Ρ. 198, Σ. 109· ῥάκος ... ἠδὲ χιτῶνα, ῥωγαλέα Α. 435, 438, κτλ.