κατόνομαι
From LSJ
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
English (LSJ)
A censure bitterly, depreciate, abuse, c.acc., Hdt.2.172: aor., μή με κατονοσθῇς πρὸς τὰς . . πυραμίδας ib.136.
German (Pape)
[Seite 1404] (s. ὄνομαι), tadeln, geringschätzen; κατόνοντο τὸν Ἄμασιν, καὶ ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ ἦγον Her. 2, 172; μή με κατονοθῇς, verachte mich nicht, 2, 136; τῶν μηδὲν κατόνοσσο Arat. 1142.
Greek (Liddell-Scott)
κατόνομαι: ἀποθ., πικρῶς ψέγω, ὑποτιμῶ, καταμέμφομαι, καταφρονῶ, Ἡρόδ. 2. 172· ἢ μετὰ γεν., τῶν μηδὲν κατ. Ἄρατ. 1142· ἀόρ., μή με κατονασθῇς πρὸς τὰς λιθίνας πυραμίδας (λέγουσι δηλ. αἱ πλίνθιναι πυρ.), μὴ ἐξευτελίσῃς ἡμᾶς παραβάλλων πρὸς τὰς λιθίνας πυρ., αὐτόθι 136.