γηγενέτης
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
ου, ὁ, = sq.,
A ἄργυρος Tim.Fr.26; γίγας E.Ph.128 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 489] ὁ, = folgdm, Eur. Phoen. 130 Ion. 1465.
Greek (Liddell-Scott)
γηγενέτης: -ου, ὁ, = τῷ ἐπομ., Τιμόθ. Ἀποσπ. 10 Bgk., Εὐρ. Φοιν. 128.