ἐπίτευξις
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
εως, ἡ,
A hitting the mark, attainment, εὐκαιρία χρόνου ἐ. Pl.Def.413c, cf. Arist.MM1207b16, Phld.Rh.1.204S. (pl.). 2 success, App.Pun.105. II conversation, f.l. for ἔντευξις in Thphr.Char.12.1.
German (Pape)
[Seite 991] ἡ, das Erlangen, Erreichen, Treffen, Plat. defin. 413 c εὐκαιρία χρόνου ἐπίτευξις; Isocr. ep. 10, 1 θρόνων; das Glück, App. Pun. 105. – Auch = ἔντευξις, Unterredung, Gespräch, Theophr. char. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίτευξις: -εως, ἡ, (ἐπιτυγχάνω), τὸ ἐπιτυγχάνειν, εὐκαιρία χρόνου ἐπίτευξις ἐν ᾧ χρὴ παθεῖν τι ἢ ποιῆσαι Πλάτ. Ὅροι 413C, Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 8, 13, Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10. 2) ἐπιτυχία, Ἀππ. Καρχ. 105. ΙΙ. = ἔντευξις, συνέντευξις, ἀμφίβ. ἐν Θεοφρ. Χαρ. 12.