ἐμβιόω

From LSJ
Revision as of 09:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβῐόω Medium diacritics: ἐμβιόω Low diacritics: εμβιόω Capitals: ΕΜΒΙΟΩ
Transliteration A: embióō Transliteration B: embioō Transliteration C: emvioo Beta Code: e)mbio/w

English (LSJ)

fut.

   A -ώσομαι Philostr.Her. 2.3:—live in, ἐν νήσῳ D.S.5.19; ταῖς Ἀθήναις Lib.Or.18.31; ἐ. πέντε . . ἡγεμονίαις Plu.Galb.29, etc.; ἐ. πολιτικαῖς πράξεσιν Id.2.789a.    II of plants, become established, Thphr.HP3.6.4; simply, take root, ib. 6.7.3; τῇ γῇ Philostr. l.c.

German (Pape)

[Seite 805] (s. βιόω), darin leben; ἐν τῇ νήσῳ D. Sic. 5, 19; πέντε αὐτοκρατόρων ἡγεμονίαις ἐμβιώσας, der unter fünf Regierungen gelebt hatte, Plut. Galb. 29; aber ὁ ἐμβεβιωκὼς πολιτικαῖς πράξεσιν, der sich damit stets beschäftigt hat, an seni 9. – Von Pflanzen, fortkommen, gedeihen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβιόω: μέλλ. -ώσομαι, ζῶ, διέρχομαι τὸν βίον, διατελῶ, ἐν τόπῳ Διόδ. 5. 19· πέντε αὐτοκρατόρων ἡγεμονίαις ἐμβιώσαντα, ζήσαντα ὑπὸ τὴν ἡγεμονίαν πέντε κατὰ σειρὰν αὐτοκρατόρων, Πλουτ. Γάλβ. 29 κτλ.· ἐμβ. πολιτικαῖς πράξεσιν, βιώσας ἐν πολιτικαῖς πράξεσιν, ὁ αὐτ. 2. 789· - ἐπὶ δένδρων, ζῶ καὶ αὐξάνομαι μετὰ τὴν μεταφύτευσιν, Θεόφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 3. 6, 4.