ἀφρέω
From LSJ
English (LSJ)
(ἀφρός)
A foam, Hp.Morb.Sacr.7, etc. II c. acc., befoam, cover with foam, ἵπποι ἄφρεον στήθεα (disyll.) Il.11.282.
German (Pape)
[Seite 414] schäumen, ἵπποι ἄφρεον στήθεα, schäumten an der Brust, Il. 11, 282.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφρέω: (ἀφρὸς) ἀφρίζω, ἀφροὺς ἐκβάλλω, Ἱππ. 305. 47, κτλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., καλύπτω μὲ ἀφροὺς, ἢ κατὰ τὸν Σχολ. «πληροῦμαι ἀφροῦ», ἵπποι ἄφρεον στήθεα (ἔνθα εἶναι δισύλλαβ.) Ἰλ. Λ. 282.