αὐδή

Revision as of 11:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

Dor. αὐδά, ἡ,

   A human voice, speech (but distd. fr. φωνή, Stoic. 2.44), μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐ. Il.1.249.    2 generally, sound or twang of the bow-string, καλὸν ἄεισε χελιδόνι εἰκέλη αὐδήν Od.21.411; of a trumpet, E.Rh.989; of the τέττιξ, Hes.Sc.396; of the sound emitted by the statue of Memnon, Epigr.Gr.990.7 (Balbilla).    II report, account, ἔργων ἀΐοντες αὐδήν S.OC240 (lyr.), cf. E.Supp.600 (lyr.), Hipp.567.    2 oracle, Id.IT976.    3 song, ode, Pi.N.9.4. (Cf. Skt. vadati 'speaks', v. ἀείδω.)

Greek (Liddell-Scott)

αὐδή: Δωρ. αὐδά, ἡ, ἀνθρωπίνη φωνή, λαλιά, ὁμιλία, ἀντίθετον τῷ ὀμφή, μέλιτος γλυκείων ῥέεν αὐδὴ Ἰλ. Α. 249· πρβλ. αὐδήεις. 2) ὁ ἦχος ἢ ἡ κλαγὴ τῆς νευρᾶς τοῦ τόξου, πειρήσατο νευρῆς· ἡ δ’ ὑπὸ καλὸν ἄεισε, χελιδόνι εἰκέλη αὐδὴν Ὀδ. Φ. 411· ὡσαύτωςἦχος τῆς σάλπιγγος, Εὐρ. Ρῆσ. 989· περὶ τοῦ τέττιγος Ἡσ. Ἀποσπ. 396: - ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν ἐξέπεμπε τὸ ἄγαλμα τοῦ Μέμνονος, Ἐπιγραμμ. Ἑλλ. 990. 7· πρβλ. αὐδάω 1. 5. ΙΙ. λόγος, φήμη, ἔργων ἀΐοντες αὐδὴν Σοφ. Ο. Κ. 240, πρβλ. Εὐρ. Ἱκ. 600, Ἱππ. 567. 2) χρησμός, Εὐρ. Ι. Τ. 976. 3) αὐδά τινος, ἆσμα ἢ ὕμνος πρὸς τιμήν τινος, Πινδ. Ν. 9. 10. (Πρβλ. Σανσκρ. vad (διαλέγεσθαι), ἴδε ἐν λ. ἀείδω· - τὸ δὲ va ἢ Fa πάσχει μετάθεσιν γραμμάτων ὡς ἐν τοῖς αὔξομαι, αὔρα, ἐκ τοῦ Σανσκρ. va (πνέω).)