αὐδάω

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐδάω Medium diacritics: αὐδάω Low diacritics: αυδάω Capitals: ΑΥΔΑΩ
Transliteration A: audáō Transliteration B: audaō Transliteration C: avdao Beta Code: au)da/w

English (LSJ)

impf.
A ηὔδων Il.3.203, Hdt.2.57, S.OT568, etc.: fut. αὐδήσω, Dor.-άσω [ᾱ] Pi.O.1.7, S.OT846; Dor. αὐδασοῦντι APl.4.120 (Archel. or Asclep.): aor. ηὔδησα, Dor. αὔδᾱσα Pi.I.6(5).42, etc.; part. αὐδήσας Il.10.47, Dor. αὐδάσαις Pi.P.4.61; Ion. 3sg. αὐδήσασκε Il.5.786: pf. ηὔδηκα (ἀπ-) Hp.Gland.14:—Pass., impf. ηὐδώμην (v. infr.): aor. part. αὐδηθείς S.Tr.1106, Dor. χὐδαθείς E.Med. 174 (lyr.): pf. ηὔδημαι Maiist.3: fut. αὐδηθήσομαι Lyc.630: Ep. pres. 3pl. αὐδώωνται Opp.H.1.776:—also Med., αὐδάομαι, A.Pr.766, Eu.379, S.Ph. 130: impf. ηὐδᾶτο Id.Aj.772: fut. αὐδήσομαι, Dor. αὐδάσομαι Pi.O. 2.101: (αὐδή).
I c. acc. rei,
1 utter sounds, speak, Il.1.92, etc.; τόσον αὐδήσασχ' ὅσον ἄλλοι πεντήκοντα 5.786; ὣς δέ τις… αὐδήσασκεν 17.420; αὐδᾶν κραυγήν utter a cry, E.Ion893 (lyr.).
2 speak, say, ὁμοκλήσας ἔπος ηὔδα Il.6.54; αὔδα ὅ τι φρονέεις 18.426; so οὐκ αὐδᾶν ἔσθ' ἃ μηδὲ δρᾶν καλόν S.OT1409; τί τινι Id.OC25:—Med., Id.Ph.130, 852 (lyr.):—Pass., ηὐδᾶτο γὰρ ταῦτα so 'twas said, Id.OT 731, cf. 527; ὡς ηὐδᾶτ' ἐκεῖib.940.
3 of oracles, utter, proclaim, ib. 392, etc.; οὕστινας κομπεῖς γάμους αὐδᾶν speak out concerning them, A.Pr.948.
4 αὐ. ἀγῶνα sing of a contest, Pi.O.1.7.
5 abs., speak, utter, of the statue of Memnon, Epigr.Gr.988 (Balbilla), al.
II c. acc. pers.,
1 speak to, address, accost, ἀντίον αὐδᾶν τινά Il.3.203, al.; ἔπος τέ μιν ἀντίον ηὔδα 5.170; αὐδῶν δεινὰ πρόσπολον κακά E.Hipp.584; call on or invoke a god, Id.HF499,1215.
2 c. acc. et inf., bid, order to do, αὐ. σε χαίρειν Pi.P.4.61, cf. S.OC1630; αὐ. σε μήforbid, A.Th.1048, etc.; αὐδῶ τινὶ ποιεῖν E.IT1226; αὐδῶ σιωπᾶν S.OC864; αὐδήσας χαίρειν Epigr.Gr.205.7 (Halic.); αὐδῶ καὖθις ἀπαυδῶ Ar.Ra.369:—Med., S.Aj.772.
3 call by name, λεώς νιν Θετίδειον αὐδᾷ E.Andr.20:—Med., ὅν τε λέοντα αὐδάξαντο Nic.Th.464:—more freq. in Pass., αὐδῶμαι παῖς Ἀχιλλέως S.Ph.240; Ζηνὸς αὐδηθεὶς γόνος Id.Tr.1106; αὐδᾶσθαι νεκρόν Id.Ph.430; κάκιστ' αὐδώμενος most ill reported of, A.Th.678; ὁ παραμασήτης ἐν βροτοῖς αὐδώμενος Alex.236 (paratrag.).
4 mean such an one, E.Hipp. 352.—Never in good Att. Prose.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. iter. ép. αὐδήσασκε Il.5.786, part. dór. αὐδάσαις Pi.P.4.61; fut. dór. ind. αὐδάσομαι Pi.O.2.92, part. αὐδάσοντι AP 16.120]
I de pers.
1 c. ac. int. decir, gritar ἔπος ηὔδα Il.6.54, 10.37, ἵνα καὶ γλώσσῃ σύντονα τοῖς σοῖς γράμμασιν αὐδῷ para que también de palabra hable yo de acuerdo con tu escrito E.IA 118, τόσον αὐδήσασχ' ὅσον ἄλλοι πεντήκοντα Il.5.786, κραυγὰν Ὦ μᾶτέρ μ' αὐδῶσαν E.Io 893
tb. en v. med. οὐ γὰρ ῥητὸν αὐδᾶσθαι τόδε A.Pr.766, τοῦτ' ἔπεος ηὐδάσατο Call.Fr.75.21
c. doble ac. ἔπος τέ μιν ἀντίον ηὔδα Il.5.170, αὐδῶν δεινὰ πρόσπολον κακά E.Hipp.584
tb. además c. dat. τις ηὔδα τοῦτό γ' ἡμῖν ἐμπόρων S.OC 25, πῶς οὐχ ... ηὔδας τι τοῖς δ' ἀστοῖσιν ἐκλυτήριον S.OT 392
sólo c. dat. ὡς ἑκὼν ἐγὼ μαθοῦσιν αὐδῶ A.A.39
c. ac. externo de cosa, etc. hablar de, referirse a ἀχλὺν ... αὐδᾶται ... φάτις la voz pública habla de una niebla A.Eu.380, μηδ' Ὀλυμπίας ἀγῶνα φέρτερον αὐδάσομεν Pi.O.1.7, Ἱππόλυτον αὐδᾷς; ¿te refieres a Hipólito? E.Hipp.352
c. ac. externo de pers. dirigirse a τὴν ... ἀντίον ηὔδα Il.3.203, Αἰακὸν αὐδήσω Pamprepius 4.32
dirigiéndose a un dios llamar, invocar σε τὸν θάσσοντα δυστήνους ἕδρας αὐδῶ E.HF 1215, τὸν Λατοῦς αὐδῶ σε E.Io 907, Πετοσεῖριν αὐδῶ τὸγ κατὰ χθόνος νέκυν SB 6307.1 (Hermúpolis Magna, Egipto III a.C.)
abs. hablar ηὔδα μάντις Il.1.92, τις αὖ Τρώων ... αὐδήσασκεν Il.17.420, πῶς οὖν τόθ' οὗτος ὁ σοφὸς οὐκ ηὔδα ref. a Tiresias, S.OT 568, cf. A.Th.678, AP l.c.
para introducir lenguaje directo hablar, decir αὖδα· τί θέλεις; E.Io 223, ηὔδα λυδίζουσα· dijo en lidio: Hippon.95.1.
2 c. inf. rogar, ordenar αὐδῶ σιωπᾶν te ruego que te calles S.OC 864, ἅ σε χαίρειν ἐστρὶς αὐδάσαισα Pi.P.4.61
c. dat. e inf. αὐδῶ λοχαγοῖς ... μηκέτ' ... σῴζειν E.Tr.1260, ἐκποδὼν δ' αὐδῶ πολίταις τοῦδ' ἔχειν μιάσματος E.IT 1226
tb. en v. med. c. ac. νιν ηὔδατο ἐπ' ἐχθροῖς χεῖρα φοινίαν τρέπειν S.Ai.772
c. μή e inf. prohibir αὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε A.Th.1042, αὐδῶ μὴ χρίμπτειν θριγκοῖς E.Io 156.
3 llamar, dar nombre c. doble ac. Θεσσαλὸς δέ νιν λεὼς Θετίδειον αὐδᾷ E.Andr.20
gener. en v. med.-pas. llamarse, tenerse por αὐδῶμαι ... παῖς Ἀχιλλέως, Νεοπτόλεμος S.Ph.240, οὗτος Μυκηναῖος ... αὐδᾶται γένος E.Ph.125, ὁ τοῦ κατ' ἄστρα Ζηνὸς αὐδηθεὶς γόνος S.Tr.1106, Δέκμος δ' ηὐδώμαν Δέκμου GVI 1006.3 (Renea I a.C.), cf. Opp.H.1.776
ἵνα χρῆν ἀντὶ τούτων αὐτὸν αὐδᾶσθαι νεκρόν donde en lugar de ellos debía tenerse por muerto a él (Ulises), S.Ph.430.
II fig. emitir un sonido, hablar abs. de los colosos de Memnón, Balbill.31.1
de los oráculos profetizar ὡς τὴν παλαιὰν φηγὸν αὐδῆταί ποτε ἐν Δωδῶνι S.Tr.171
de una inscripción decir c. ac. αὐδήσει τὸ γράμμα, τί σᾶμά τε καὶ τίς ὑπ' αὐτῷ Theoc.Ep.23.1.

French (Bailly abrégé)

αὐδῶ :
impf. ηὔδων, f. αὐδήσω, ao. ηὔδησα, pf. inus.
Pass. ao. ηὐδήθην;
I. dire à haute voix : μεγάλα adv. αὐ. OD prononcer des paroles arrogantes ; αὔδα ὅ τι φρονέεις IL, OD dis ce que tu as dans l'esprit ; avec acc. de la pers. à qui l'on parle (mais dans Hom., touj. accompagné de ἀντίον) : τινα ἀντίον αὐ. IL, OD adresser la parole en face à qqn ; avec double rég. à l'acc. : ἔπος τινὰ ἀντίον αὐ. IL dire une parole en face à qqn ; τινά τι αὐ. EUR, τί τινι αὐ. SOPH dire qch à qqn;
II. particul.
1 annoncer en parl. d'un devin, d'un oracle;
2 invoquer (un dieu);
3 appeler d'un nom, nommer;
4 ordonner : τινι ποιεῖν EUR à qqn de faire;
Moy. αὐδάομαι, αὐδῶμαι;
1 dire;
2 ordonner.
Étymologie: αὐδή.

German (Pape)

(aor. αὔδασον Eur. Phoen. 123; fut. αὐδασοῦντι ἔοικε Archel. 1 (Plan. 120); αὐδήσομαι Soph. O.R. 846; αὐδᾱσομαι Pind. Ol. 2.101),
reden, sprechen, von Hom. an bei Dichtern; absol., καὶ ηὔδα μάντις ἀμύμων Il. 1.92; ἀντίον αὐδᾶν τινά, Einen anreden, Od. 5.28; ἔπος ἀντίον αὐδᾶν τινά Il. 5.170; αὔδα ὅ τι φρονέεις 18.426; μεγάλα, frevelhafte Worte reden, Od. 4.505; ἔπος, λόγον ἐπόρκιον, Pind. I. 5.39, Ol. 2.101. Bei den Tragg. vom Orakel, Soph. Tr. 170; vom Seher O.R. 392; befehlen, Aesch. Spt. 1034; αὐδῶ σιγᾶν Soph. O.C. 868; vom Orakel, bei Dem. 21.52. – Das med. in der Bdtg des act., Pind., wie Soph. Phil. 130, 841, Aj. 759; – pass., genannt werden, αὐδῶμαι δὲ παῖς Ἀχιλλέως Soph. Phil. 240; αὐδηθείς Trach. 1106; ὁ παραμασήτης ἐν βροτοῖς αὐδώμενος Alex. Ath. VI.242c.

Russian (Dvoretsky)

αὐδάω:
1 редко med. говорить (ηὔδα μάντις Hom.): ὁμοκλήσας ἔπος ηὔδα Hom. он грозно проговорил; τινὰ ἀντίον αὐ. Hom. обращаться к кому-л. с речью; αὐ. τινί τι Soph. и τινά τι Eur. говорить кому-л. что-л.; ποικίλως αὐδᾶσθαι Soph. затейливо говорить; αὐ. κραυγήν Eur. издать крик;
2 подразумевать: Ἱππόλυτον αὐδᾷς; Eur. ты имеешь в виду Гипполита?;
3 приказывать (τινα μὴ ποιεῖν τι Aesch. и τινι ποιεῖν τι Eur.; med. Soph.);
4 называть, именовать (Θετίδειον πεδίον τι Eur.): αὐδῶμαι Νεοπτόλεμος Soph. меня зовут Неоптолемом;
5 воспевать (ἀγῶνα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐδάω: παρατ. ηὔδων, Ἰλ. Γ. 203, Ἡρόδ., Ἀττ.: μέλλ. αὐδήσω, Δωρ. -άσω [ᾱ] Πίνδ., Σοφ.: γ΄ πληθ. αὐδασοῦντι Ἀνθ. Πλαν. 120: - ἀόρ. ηὔδησα, Δωρ. αὔδᾱσα Πίνδ., κλ.· μετοχ. αὐδήσας Ἰλ. Κ. 47, Δωρ. αὐδάσαις Πίνδ.· Ἰων. γ' ἑνικ. αὐδήσασκε Ἰλ.: πρκμ. ηὔδηκα (ἀπ-) Ἱππ. 273. 19: - Παθ., παρατ. ηὐδώμην (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. ηὐδήθην Σοφ. Τρ. 1106· Δωρ. μετ. αὐδαθεὶς Εὐρ. Μήδ. 175: μέλλ. αὐδηθήσομαι Λυκόφρ. 630: - Ἐπ. γ΄ πληθ. αὐδώωνται Ὀπ. Ἁλ. 1. 776. - Ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ ὡς ἀποθ. αὐδάομαι Αἰσχύλ. Πρ. 766, Εὐμ. 380, Σοφ. Φ. 130: παρατ. ηὐδᾶτο ὁ αὐτ. Αἴ. 772: μέλλ. -ήσομαι ὁ αὐτ. Ο. Τ. 846, Δωρ. -άσομαι Πινδ. Ο. 2. 166· (αὐδή). Ι. μετ’ αἰτ. πράγμ. 1) λαλῶ, φθέγγομαι, φωνῶ, βοῶ, καὶ τότε δὴ θάρσησε καὶ ηὔδα μάντις ἀμύνων Ἰλ. Α. 92, κτλ.· τόσον αὐδήσασχ’, ὅσον ἄλλοι πεντήκοντα Ε. 786· ὡς δέ τις αὖ Τρώων μεγαθύμων αὐδήσασκεν Ρ. 420· αὐδᾶν κραυγήν, ἐκβάλλω κραυγήν, Εὐρ. Ἴων 893. 2) ὁμιλῶ, λέγω, ὁμοκλήσας ἔπος ηὔδα Ἰλ. Ζ. 54· αὔδα ὅτι φρονέεις Σ. 426· οὕτως, ἀλλ’ οὐ γὰρ αὐδᾶν ἔσθ’ ἃ μηδὲ ὁρᾶν καλόν Σοφ. Ο. Τ. 1409· πᾶς γάρ τις ηὔδα τοῦτό γ΄, ἡμῖν ἔμπόρων ὁ αὐτ. Ο. Κ. 25· οὕτω καὶ κατὰ μέσ. τύπ., ὁ αὐτ. Φ. 130, 852: - ὡσαύτως παθητ., ηὐδᾶτο γὰρ ταῦτα, ἐλέγοντο, Ο. Τ. 731, πρβλ. 527· ὡς ηὐδᾶτ’ ἐκεῖ, αὐτόθι 940. 3) ἐπὶ χρησμῶν, ἐκφωνῶ, διακηρύττω, λέγω, αὐτόθι 392, κτλ.· οὕστινας κομπεῖς γάμους αὐδᾶν, τοὺς γάμους περὶ ὧν κομπάζεις ὅτι θὰ κάμῃς λόγον, Αὐσχύλ. Πρ. 948. 4) ὑμνῶ, ἐξυπνῶ, τὸ Λατ. dicere, μηδ’ Ὀλυμπίας ἀγῶνα φέρτερον αὐδάσομεν Πινδ. Ο. 1. 12. 5) ἀπολ. φθέγγομαι, ἐκπέμπω αὐδήν, ἦχόν, περὶ τοῦ ἀγάλματος τοῦ Μέμνονος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 988. 989. 8, 991. 998. 5, 1000. 7· πρβλ. αὐδὴ ΙΙ. 2, αὐδήεις ΙΙ. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., 1) ὁμιλῶ πρός τινα, προσαγορεύω τινά, παρ’ Ὁμ., ἀντίον αὐδᾶν τινα, ὁμιλεῖν πρός τινα, προσαγορεύειν αὐτόν, προσέτι, ἔπος τέ μεν ἀντίον ηὔδα Ἰλ. Ε. 170· αὐδῶν δεινὰ πρόσπολον κακὰ Εὐρ. Ἱππ. 584· ἔντεῦθεν ἐπικαλοῦμαι θεὸν τινα, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 499, 1215. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ. λέγω, παραγγέλλω, διατάτω νὰ πράξῃ τίς τι, αὐδ. σε χαίρειν Πινδ. ΙΙ. 4. 108, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1630· αὐδ. σε μὴ… ἀπαγορεύω, ὡς τὸ ἀπαυδάω, Αἰσχύλ. Θήβ. 1042, κτλ.· αὐδῶ τινι ποιεῖν Εὐρ. Ι. Τ. 1226· αὐδῶ σιωπᾶν Σοφ. Ο. Κ. 864· αὐδήσας χαίρειν Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 205, 7· οὕτω κατὰ μέσ. τύπ., Σοφ. Αἴ. 772. 3) ὀνομάζω, καλῶ, θεσσαλὸς δέ νιν λεὼς θετίδειον αὐδᾷ Εὐρ. Ἀνδρ. 20· συχνότερον ἐν τῷ παθ., αὐδῶμαι παῖς Ἀχιλλέως, καλοῦμαι, ὀνομάζομαι, Σοφ. Φ. 241· Ζηνὸς αὐδηθεὶς γόνος ὁ αὐτ. Τρ. 1106· κἀνταῦθ’, ἵνα χρῆν ἀντὶ τούτων αὐτὸν αὐδᾶσθαι νεκρόν; ὁ αὐτ. Φ. 430· κἀκιστ’ αὐδώμενος, περὶ οὖ ὑπάρχει ἡ κακίστη φήμη, Αἰσχύλ. Θήβ. 678· ὁ παραμασήτης ἐν βροτοῖς αὐδώμενος Ἄλεξ. ἐν «Τροφωνίῳ» 2. 4) ὡς τὸ λέγειν, Λατ. dicere, θέλων νὰ εἴπω, ἐννοῶ τοῦτον ἢ ἐκεῖνον, Ἱππόλυτον αὐδᾶς; τὸν Ἱππόλυτον θέλεις νὰ εἴπης; Εὐρ. Ἱππ. 352: - τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα εὕρηται ἅπαξ μόνον παρ’ Ἡρόδ., ἅπαξ ἢ δὶς παρὰ Κωμικοῖς (Ἀριστοφ. Βάτρ. 369, Ἄλεξ. ἐν «Τροφωνίῳ» 2) οὐδαμοῦ ἐν τῷ δοκίμῳ πεζῷ Ἀττ. λόγῳ. Πρβλ. ἀπ-, προσαυδάω, κτλ.

English (Autenrieth)

impf. αὔδᾶ, ipf. 3 sing. ηὔδᾶ, aor. iter. αὐδήσασκε, part. αὐδήσᾶς: speak loud and clear, cf. αὐδή, Στέντορι εἰσαμένη μεγαλήτορι, χαλκεοφώνῳ, | ὃς τόσον αὐδήσασχ' ὅσον ἄλλοι πεντήκοντα, Il. 5.786; τοῦ δὲ Ποσειδάων μεγάλ ἔκλυεν αὐδήσαντος, ‘heard his loud boastful utterance,’ Od. 4.505 ; ὁμοκλήσᾶς ἔπος ηὔδᾶ, Il. 6.54; often w. acc. in the phrase ἀντίον ηὔδᾶ, ‘addressed.’

English (Slater)

αὐδάω (αὐδάσομεν aor. subj.)
1 speak of, loudly proclaim abs., ὣς ἄρ' αὐδάσαντος (sc. Αἰήτα) (P. 4.232) ὣς ἄρ' αὐδάσαντος (sc. Ζηνός) (N. 10.89) c. acc., μηδ' Ὀλυμπίας ἀγῶνα φέρτερον αὐδάσομεν (O. 1.7) αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον τεκεῖν μή τιν' ἑκατόν γε ἐτέων πόλιν φίλοις ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν Θήρωνος (O. 2.92) ὁ δ' ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους αὔδασε τοιοῦτον ἔπος (I. 6.42) c. acc. & inf., σε χαίρειν ἐστρὶς αὐδάσαισα (sc. ἱέρεα Ἀπόλλωνος) (P. 4.61)

Greek Monotonic

αὐδάω: παρατ. ηὔδων, μέλ. αὐδήσω, Δωρ. -άσω [ᾱ], Δωρ. γʹ πληθ. αὐδασοῦντι· αόρ. αʹ ηὔδησα, Δωρ. αὔδᾱσα, Ιων. γʹ ενικ. αὐδήσασκε· επίσης ως αποθ., αὐδάομαι· παρατ. ηὐδᾶτο, μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ αὐδήθην (Παθ. μόνο)· (αὐδή
I. με αιτ. πράγμ.,
1. βγάζω φωνή, μιλώ, φθέγγομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
2. με αιτ. πράγμ., μιλώ ή λέγω κάτι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· ομοίως ως αποθ., στον ίδ. — Παθ., ηὐδᾶτο γὰρ ταῦτα, αυτά λέγονταν, στον ίδ.
3. λέγεται για χρησμούς, εκφωνώ, διακηρύττω, λέγω, στον ίδ.· μιλώ σχετικά με ένα πράγμα, σε Αισχύλ.
II. με αιτ. προσ., μιλώ σε, απευθύνομαι σε, πλησιάζω, σε Όμηρ.· επικαλούμαι ένα θεό, σε Ευρ.
2. με αιτ. και απαρ., λέγω, παραγγέλλω, διατάσσω κάποιον να κάνει, σε Σοφ.· αὐδάω τινα μὴ ποιεῖν, απαγορεύω σε κάποιον να κάνει, σε Αισχύλ.· αὐδῶ σιωπᾶν, σε Σοφ.· ομοίως ως αποθ., στον ίδ.
3. καλώ με το όνομα του, ονομάζω έτσι, σε Ευρ. — Παθ., αὐδῶμαι παῖς Ἀχιλλέως, σε Σοφ.· κάκιστ' αὐδώμενος, η χειρότερη φήμη από, σε Αισχύλ.
4. όπως το λέγειν, εννοώ αυτό ή εκείνο, σε Ευρ.

Middle Liddell

αὐδή
I. c. acc. rei,
1. to utter sounds, speak, Il., Eur.
2. c. acc. rei, to speak or say something, Il., Soph.: so as Dep., Soph.:—Pass., ηὐδᾶτο γὰρ ταῦτα so 'twas said, Soph.
3. of oracles, to utter, proclaim, tell of, Soph.; to speak out concerning a thing, Aesch.
II. c. acc. pers.,
1. to speak to, address, accost, Hom.: to invoke a god, Eur.
2. c. acc. et inf. to tell, bid, order one to do, Soph.; αὐδ. τινα μὴ ποιεῖν to forbid one to do, Aesch.; αὐδῶ σιωπᾶν Soph.: so as Dep., Soph.
3. to call by name, call so and so, Eur.: Pass., αὐδῶμαι παῖς Ἀχιλλέως Soph.; κάκιστ' αὐδώμενος most ill reported of, Aesch.
4. like λέγειν, to mean such an one, Eur.