βήξ
From LSJ
English (LSJ)
βηχός,
A cough, ὁ, Th.2.49; ἡ, Hp.Prog.14, Phryn.Com.60, Arist.de An.420b33, Thphr.HP3.18.3.
German (Pape)
[Seite 442] βηχός, ἡ, der Husten, Arist. de an. 2, 8 u. Sp.; als masc., μετὰ βηχὸς ἰσχυροῦ Thuc. 2, 49, u. sonst; s. Lob. Paralip. p. 101.
Greek (Liddell-Scott)
βήξ: βηχός, (βήσσω) κ. βήχας· τὸ γένος ἀβέβαιον ἐν Ἱππ. Προγν. 41, Ἀφ. 1247· ἀρσεν. παρὰ Θουκ. 2. 49· θηλ. παρὰ Φρυν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 6, Ἀριστ. Ψυχ. 2. 8, 11, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 18, 3.