βεβαιότης

Revision as of 10:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A steadfastness, stability, τῆς οὐσίας Pl.Cra.386a; μετὰ ἡσυχίας καὶ βεβαιότητος ζῆν Id.R.503c, cf. Lg.735a, 790b, Arist. EN1100b12.    2 assurance, certainty, Pl.Phdr.277d; security, safety, βεβαιότητος ἕνεκα Th.4.66; β. καὶ ἀσφάλεια Plu.Fab.19.

German (Pape)

[Seite 440] ητος, ἡ, Festigkeit, Sicherheit, Zuverlässigkeit, Thuc. 4, 66; οὐσίας Plat. Crat. 386 a; μετὰ β. καὶ ἡσυχίας ζῆν Rep. VI, 503 c u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

βεβαιότης: -ητος, ἡ, σταθερότης, στερεότης, εὐστάθεια, τῆς οὐσίας Πλάτ. Κρατ. 386Α· μετὰ βεβαιότητος, κατὰ τρόπον βέβαιον, σταθερόν, ἀσφαλῆ, ὁ αὐτ. Πολ. 503C· πρβλ. Νόμ. 735Α, 790Β. 2) βεβαιότης, πεποίθησις, ὁ αὐτ. Φαίδρ. 277D· ἀσφάλεια, βεβαιότητος ἕνεκα Θουκ. 4. 66.