βρέφος
English (LSJ)
εος, τό,
A babe in the womb, foetus, β. ἡμίονον κυέουσαν, of a mare, Il.23.266, cf. Chrysipp.Stoic.2.222. II new-born babe, Simon.37.15, Pi.O.6.33, A.Ag.1096 (lyr.); νέον β. E.Ba.289 [not in S.]: in later Prose, LXX Si.19.11, BGU1104.24 (i B. C.), etc.; of beasts, foal, whelp, cub, etc., Hdt.3.153, Phylarch.36, Ael.NA3.8, Opp.H.5.464, etc.; nestling, Horap.2.99; ἐκ βρέφεος from babyhood, AP9.567 (Antip.); ἀπὸ β. 2 Ep.Ti.3.15. (Cf. Slav. žrèbę 'foal'.)
Greek (Liddell-Scott)
βρέφος: -εος, τό, τὸ οὔπω γεννηθέν, τὸ ἔτι ἐν τῇ κοιλίᾳ· δηλ. τὸ ἔμβρυον. Λατ. foetus, βρέφος ἡμίονον κυέουσαν Ἰλ. Ψ. 266. ΙΙ. τὸ νεωστὶ γεννηθὲν τέκνον, Σιμων. 44. 15 Bgk., Πίνδ. Ο. 6. 55, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1096· νέον βρέφος Εὐρ. Βάκχ. 289· ἀλλ’ οὐδαμοῦ παρὰ Σοφ.· ‒ ἐπὶ ζώων, νεογνόν, πῶλος, σκύμνος, Ἡρόδ. 3. 153, Ὀππ. Ἁλ. 5. 464, κτλ.· ‒ ἐκ βρέφεος, ἐκ βρεφικῆς ἡλικίας, Ἀνθ. Π. 9. 567, κτλ. (Πρβλ. Σανσκρ. garbhas (foetus, pullus)· ἐκ τῆς ῥίζης grabh (concipere)· Ζενδ. garewa (foetus)· Σλαυον. žrěbe (pullus)· ‒ περὶ τῆς ἐναλλαγῆς τοῦ β καὶ γ ἴδε Β β. Ι.)