γόνυ
English (LSJ)
τό, gen. γόνατος, Ep. and Ion. γούνατος (for γόνϝατος) Il.21.591, Hdt.2.80: pl. nom.
A γούνατα Il.5.176, Hes.Op.587, Hdt.1.199, Schwyzer694.7 (Chios, iv B. C.), gen. γουνάτων Hdt.9.76, dat. γούνασι Il.9.455, Hdt.4.152 (also Pi.I.2.26), γονάτεσσι Theoc.16.11, Epigr.Gr. 782 (Halic.); also Ep. gen. γουνός (expl. as for γόνυος by Hdn.Gr.2.768, A.D.Synt.342.9) Il.11.547: pl. γοῦνα 6.511; γούνων 1.407, al.: dat. γούνεσσι 9.488, al. (v.l. γούνασσι):—Aeol. acc. pl. γόνα Alc.39.7 (prob.), but γόννα acc. to St.Byz. s.v. Γόννοι, Eust.335.39: gen. pl. γόνων Alc.Supp.10: E has γουνάτων Hec.752, 839, γούνασι Supp.285 (lyr.), Andr.529 (lyr.), but not γουνός (γοῦν' acc. pl. was read by Sch. in Ph.852): gen. pl. γεύνων, Hsch.:—knee, γόνυ γουνὸς ἀμείβων Il.11.547, etc.: freq. of clasping the knees in earnest supplication, ἥψατο γούνων 1.512; ἑλεῖν, λαβεῖν γούνων 21.71, 1.407, etc.; τῶν γουνάτων λαβέσθαι Hdt.9.76; ποτὶ (v.l. περὶ) or ἀμφὶ γούνασί τινος χεῖρας βαλεῖν Od.6.310, 7.142; περὶ γόνυ χέρας ἱκεσίους ἔβαλον E.Or.1414, cf. Ph.1622, etc.; τὰ σὰ γούναθ' ἱκάνομαι Il.18.457, cf. Od.7.147, etc.; κιχανόμενοι τὰ σὰ γοῦνα ἱκόμεθ' 9.266; ἀντίος ἤλυθε γούνων Il.20.463; γόνυ σὸν ἀμπίσχειν χερί E.Supp.165; σοῖς προστίθημι γόνασιν ὠλένας Id.Andr.895; ἐς γούνατά τινι or τινος πεσεῖν Hdt.5.86, S.OC1607; ἀμφὶ γόνυ τινὸς πίπτειν E.Hec.787; γόνυ τινός or πρὸς γόνυ προσπίπτειν ib.339, HF79; γόνασί τινος προσπίπτειν Id.Or.1332 (but προσπίτνω σε γόνασιν on my knees, S.Ph.485); πίπτειν πρὸς τὰ γ. τινος, tini, Lys.1.19, D.19.198; also γούνων λίσσεσθαι Il.9.451; ἐλλιτανεύειν Od.10.481; γουνάζεσθαι Il.22.345; ἄντεσθαι πρὸς τῶν γονάτων E.Med.710; ἱκετεῦσαι πρὸς τ. γ. D.58.70. 2 of a sitting posture, φημί μιν ἀσπασίως γ. κάμψειν will be glad to bend the knee so as to sit down and rest, Il.7.118, cf. 19.72; but also, bow the knee in submission, ἐμοὶ κάμψει (intr.) πᾶν γ. LXX Is.45.23; γ. ὀκλάζειν τινί ib.3 Ki.19.18, v. sub κάμπτω: ἐπὶ γούνασι on one's knees, ἐπὶ γούνασι πατρός Il.22.500; ποτὶ γ. 5.408; γούνασιν ἐφέσσεσθαι φίλον υἱόν 9.455; σ' ἐπ' ἐμοῖσι . . γούνεσσι καθίσσας 9.488; τόν ῥά οἱ . . ἐπὶ γούνασι θῆκεν Od.19.401; ἐν τοῖς γόνασί τινος στρέφεσθαι Pl.R. 617b; πέπλον . . θεῖναι Ἀθηναίης ἐπὶ γούνασιν to lay it on her lap (as an offering), Il.6.92, cf. Schwyzer l.c.: hence metaph., θεῶν ἐν γούνασι κεῖται it rests in the lap of... Il.17.514, Od.1.267, etc.; but ἐν γούνασιν πίτνοντα Νίκας victorious, Pi.I.2.26. 3 of the knees as the seat of strength, ἐν δὲ βίην ὤμοισι καὶ ἐν γούνεσσιν ἔθηκε Il.17.569; of swiftness, λαιψηρά γ. 22.204, etc.; γούνατά τινος λύειν disable, kill him, 5.176, etc.; ὑπὸ γούνατ' ἔλυσεν 11.579; βλάπτειν γ. τινι, ka/matos d' u(po\ g. e)da/mna, 7.271, 21.52:—Pass., αὐτοῦ λύτο γούνατα 21.114, etc. 4 metaph., ἐς γόνυ βάλλειν bring down upon the knee, i. e. humble, conquer, Hdt.6.27; ἐς γ. ῥίπτειν, κλίνειν, App.BC3.20,30; ἐς γ. ἐλθεῖν Procop.Arc.14, Pers.1.17; Ἀσία δὲ χθὼν . . ἐπὶ γόνυ κέκλιται A.Pers.931 (lyr.). 5 prov., ἀπωτέρω ἢ γόνυ κνάμα 'blood is thicker than water', 'charity begins at home', Theoc.16.18; γ. κνήμης ἔγγιον Arist.EN1168b8, Ath.9.383b. II joint of grasses or plants, Hdt.3.98, X.An.4.5.26, Thphr.HP8.2.4, Porph.Antr.19. (Cf. Skt. jā´nu, Lat. genu, etc.)
German (Pape)
[Seite 502] τό, γόνατος, ion. γούνατος, auch γουνός, γοῦνα, γούνων, äol. plur. γόνα od. γόννα, f., Neue zu Sappho frg. 25; Hom. γόνυ, γούνατος Íliad. 21, 591, γουνός Iliad. 11, 547 Odyss. 19, 450, γοῦνα, γούνατα, ἄμφω γούνατ' ἔκαμψεν Odyss. 5, 453, γούνων, γούνασι(ν), γούνεσσι (ν) Iliad. 9, 488. 17, 451. 569, var. lect. γούνασσι(ν), Aristarch Iliad. 9, 488 γούνεσσι, ἔχει μέντοι λόγον καὶ ἡ διὰ τοῦ α, γούνασσι, Scholl. Didym. – 1) das Knie (genu), von Hom. an überall, von Menschen; von Thieren, z. B. von Pferden, Iliad. 17, 451; von Kameelen, Her. 3, 103; Xen. Equ. 1, 6; Arist. öfter. Das Berühren u. Umfassen des Kniees war Zeichen demüthigen Flehens, dah. ἅψασθαι γούνων, λαβεῖν γούνων, γούνατα, Hom. ἥψατο γούνων Iliad. 1, 512, λαβὲ γούνων 1, 407, λαβὲ γούνατα Πηλείωνος 24, 465, ἐμὲ λισσέσκετο γούνων 9, 451; λαβομένη τῶν γουνάτων Her. 9, 76; Prosa, προσπίπτειν πρὸς τὰ γόνατά τινος, unser: Einem zu Füßen fallen; προσπίτνω σε γόνασι Soph. Phil. 483; γόνυ κάμπτειν, das Knie beugen, sich niederlassen, ausruhen, Il. 7, 118. 19, 72; Aesch. Prom. 32 u. öfter. – Das Knie wird als Hauptsitz der Schnellfüßigkeit u. Körperkraft übh. angesehen, ἐν δὲ βίην ὤμοισι καὶ ἐν γούνεσσιν ἔθηκεν II. 17, 569; ὅς οἱ ἐπῶρσε μένος λαιψηρά τε γοῦνα 22, 204; γούνατα δ' ἐρρώσαντο, die, Kniee bekamen Kraft, Odyss. 23, 3; εἰς ὅ κ' ἀυτμὴ ἐν στήθεσσι μένῃ καί μοι φίλα γούνατ' ὀρώρῃ, so lange ich kräftig bin, Iliad. 9, 610; ὄφρ' ἀρετὴν παρέχωσι θεοὶ καὶ γούνατ' ὀρώρῃ Odyss. 18, 133; μή μιν λιμὸς ἀτερπὴς γούναθ' ἵκοιτο Iliad. 19, 354. Dah. γούνατα λύειν τινός, die Kniee Jemandes lösen, erschlaffen machen, tödten, Iliad. 5, 176 ἐπεὶ πολλῶν τε καὶ ἐσθλῶν γούνατ' ἔλυσεν, Odyss. 20, 118 οἳ δή μοι καμάτῳ θυμαλγέι γούνατ' ἔλυσαν ἄλφιτα τευχούσῃ; parodirt von Metagen. Ath. XIII, 571 b; ὑπολύεταί μοι τὰ γόνατα Ar. Lys. 216. Aehnlich wie wir: γόνυ πάλλεται γερόντων, schlottert. Ar. Ran. 345; κάμνει Eur. Phoen. 834; ἇς γόνυ χλωρόν, vom jugendlichen Alter, Theocr. 14, 70; θεῶν ἐν γούνασι κεῖται Iliad. 17, 514. 20, 435 Odyss. 1, 267. 400. 16, 129, es liegt im Schooße der Götter, es hängt von dem Willen der Götter ab; Νύμφαι ἐπὶ γούνασι κοῦρον ἔχοισαι Theocr. 13, 53. Uebertr. wird ἐς γόνυ βάλλειν, κλίνειν, ῥίπτειν, πίπτειν auch von Völkern u. Städten gesagt, stürzen, in Verfall bringen u. gerathen, τὴν πόλιν Her. 6, 27; Ἀσία χθὼν αἰνῶς ἐπὶ γόνυ κέκλιται Aesch. Pers. 930; oft bei Sp., wie App., Ael. V. H. 3, 17; vgl. B. A. p. 40. – 2) die Jahresschüsse, Absätze, Knoten der Halmenpflanzen, des Rohres, Her. 3, 98; Xen. An. 4, 5, 26 u. Sp.