διαγρυπνέω
From LSJ
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
English (LSJ)
A lie awake, ἐν μακρῷ χρόνῳ νυκτὸς δ. Ar.Ra.931, cf. Luc.Nec.6, Porph.Abst.1.27; τὴν νύκτα D.S.14.105.
German (Pape)
[Seite 575] die ganze Nacht durch schlaflos sein, wachen, Ar. Ran. 931; Plut. Cat. min. 27; τὴν νύκτα, D. Sic. 14, 105.
Greek (Liddell-Scott)
διαγρυπνέω: διατελῶ ἄγρυπνος, κεῖμαι ἐπὶ τῆς κλίνης ἄγρυπνος, ἐν μακρῷ χρόνῳ νυκτὸς δ. Ἀριστοφ. Βατρ. 931· τήν νύκτα Διόδ. 14. 105.