τριχῆ

From LSJ
Revision as of 09:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχῆ Medium diacritics: τριχῆ Low diacritics: τριχή Capitals: ΤΡΙΧΗ
Transliteration A: trichē̂ Transliteration B: trichē Transliteration C: trichi Beta Code: trixh=

English (LSJ)

Adv., common Prose form of

   A τρίχα, τριχῇ δασάμενος τὴν πόλιν Hdt.3.39 (though he also uses τρίχα, q. v.); τ. διείλοντο τὰς βασιλείας Isoc.6.21, cf. Pl.Phdr.253c, Str.17.3.1; τ. διαστήσασθαι τῷ λόγῳ πόλιν, διανεῖμαι τὸ στράτευμα, Pl.R.564c, Lg.683d; τοὺς τοξότας τ. ἐποιήσαντο X.An.4.8.15; νενεμημένων τῶν ἀγαθῶν τ. Arist. EN1098b13.    II in three ways, triply, Pl.Cri.51e, Arr.Tact. 23.1; τ. διαστατός of three dimensions, S.E.P.2.30, Plot.6.1.26, cf. 2.1.6.

Greek (Liddell-Scott)

τρῑχῆ: ἐπίρρ., ὁ συνήθης παρὰ πεζογράφοις τύπος τοῦ τρίχα· εἰς τρία μέρη, τριχῆ δασάμενος τὴν πόλιν Ἡρόδ. 3. 39 (ἂν καὶ ὁ αὐτὸς ποιεῖται χρῆσιν καὶ τοῦ τρίχα)· τρ. διείλοντο τὰς βασιλείας Ἰσοκρ. 120Α, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 253C· τρ. διαστήσασθαι, διανεῖμαί τι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 564C, Νόμ. 683D· τοὺς τοξότας τρ. ἐποιήσαντο Ξεν. Ἀν. 4. 8, 15· γίγνεται τὸ στράτευμα τρ. αὐτόθι 5. 10, 16· τρ. νενεμῆσθαι Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 8, 2. ΙΙ. κατὰ τρεῖς τρόπους, τριττῶς, Πλάτ. Κρίτων 51Ε. - Γράφεται καὶ τριχῇ.