πειστήριος
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
Full diacritics: πειστήριος | Medium diacritics: πειστήριος | Low diacritics: πειστήριος | Capitals: ΠΕΙΣΤΗΡΙΟΣ |
Transliteration A: peistḗrios | Transliteration B: peistērios | Transliteration C: peistirios | Beta Code: peisth/rios |
α, ον,
A persuasive, winning, λόγοι E.IT 1053.
[Seite 547] zum Ueberreden gehörig, überredend, λόγοι, Eur. I. T. 1053.
πειστήριος: -α, -ον, ὁ καταπείθων, πειστικός, λόγοι Εὐρ. Ι. Τ. 1053.