διπλασιάζω
From LSJ
English (LSJ)
A double, Pl.Lg.920a, Hierocl. in CA20p.465M., etc.: —Pass., Prodic.7, X.Ages.5.1, Ph.2.534; δ. λέγεται διχῶς· ἢ γὰρ τόπον . . μένοντος τοῦ πλήθους τῶν ἀνδρῶν, ἢ τὸν ἀριθμόν Ascl.Tact.10.17; so δ. τὸ βάθος Plb.18.24.8. 2 Gramm., reduplicate, A.D. Pron.62.23, al.:—Pass., Id.Synt.237.23. b double a consonant, Hdn.Gr.2.932, etc. 3 repeat a metrical phrase, in Pass., Aristid. Quint.1.24. II intr., to be twice the size of, τινός D.S.4.84; to be doubled in value, Lys.32.25.
Greek (Liddell-Scott)
διπλᾰσιάζω: μέλλ. -άσω, ποιῶ τι διπλάσιον, Λυσ. 211, Πλάτ. Νόμ. 920Α. - Παθ., Ξεν. Ἀγησ. 5, 1· πρβλ. διπλάζω. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι διπλάσιος τὸν ὄγκον ἢ τὸ μέγεθος, τινὸς Διόδ. 4. 84.