δυσκόμιστος
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
English (LSJ)
ον,
A hard to bear, intolerable, πότμος S.Ant.1346 (lyr.); τέκνα E.HF1422.
German (Pape)
[Seite 683] schwer zu tragen; πότμος Soph. Ant. 1326; τέκνα Eur. Herc. Fur. 1422.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκόμιστος: -ον, ὃν δυσκόλως φέρει τις, ἀφόρητος, ἀσνυπόφορος, πότμος, Σοφ. Ἀντ. 1346· τέκνα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1423